- ανεπιφύλακτος
- -η, -οεπίρρ. -α αυτός που δεν έχει επιφυλάξεις, δισταγμούς, απερίφραστος: Η υποστήριξή του προς εμένα συνεχίζεται ανεπιφύλακτη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ανεπιφύλακτος — η, ο ο χωρίς επιφύλαξη ή περιορισμό, απερίφραστος, κατηγορηματικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + επιφυλάσσω. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον ιστορικό και λογοτέχνη Ι. Καμπούρογλου (ψευδώνυμο «Φλόξ»)] … Dictionary of Greek
διαφωτισμός — Ιδεολογικό και πολιτιστικό κίνημα του 18ου αι., που επεκτάθηκε σχεδόν σε όλους του κύκλους των πνευματικών ανθρώπων της Ευρώπης, αλλά είχε τα κέντρα ακτινοβολίας του και τους σημαντικότερους εκπροσώπους του αρχικά στην Αγγλία και αργότερα κυρίως… … Dictionary of Greek
κατηγορηματικός — ή, ό [κατηγόρημα] 1. αυτός που διατυπώνεται σαφώς και απεριφράστως, ρητός, οριστικός και ανεπιφύλακτος («η απάντηση ήταν κατηγορηματική») 2. αυτός που έχει θέση κατηγορουμένου 3. φρ. α) «κατηγορηματική μετοχή» η μετοχή η οποία λειτουργεί ως… … Dictionary of Greek
Μηνιάτης, Ηλίας — (Ληξούρι Κεφαλονιάς 1669 – Πάτρα 1714). Εκκλησιαστικός ρήτορας. Γιος ιερατικής οικογένειας, ο Μ. διδάχτηκε τα πρώτα γράμματα από τον πατέρα του Φραγκίσκο, πρωτοπαπά στο Ληξούρι. Συμπλήρωσε τις σπουδές του στο Φλαγγινιανό γυμνάσιο της Βενετίας… … Dictionary of Greek
απροκάλυπτος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν έχει κάλυμμα μπροστά του, ακάλυπτος. 2. ανεπιφύλακτος, ξεκάθαρος: Μου είπε απροκάλυπτα ότι δε θα πρέπει να περιμένουμε από εκείνον καμιάν υποστήριξη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)